- αρρωστιάρης
- valétudinaire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αρρωστιάρης, -α, -ικο — επίρρ. ικα φιλάσθενος, καχεκτικός: Δεν τον είδες τι αρρωστιάρης που είναι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρρωστιάρης — άρα, άρικο [αρρώστια] αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο φιλάσθενος … Dictionary of Greek
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
ζαΐφης — ο ασθενικός, αρρωστιάρης, φιλάσθενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zayif] … Dictionary of Greek
ζαρομπασμένος — η, ο καχεκτικός, ζαρωμένος, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + μπασμένος, μτχ. τού μπάζω (< αρχ. εμ βάζω) «εισάγω»] … Dictionary of Greek
παθεινός — και παθινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που πάσχει, που θρηνεί ή που πενθεί 2. ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. (ε)ινός (πρβλ. ποθ εινός)] … Dictionary of Greek
παθερός — ή, ό [πάθος] 1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από αρρώστιες, ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης 2. (σχετικά με φυτά) ευπρόσβλητος από το καύμα ή το ψύχος … Dictionary of Greek
παθιάρης — ο 1. ο ευαίσθητος και επιρρεπής στις αρρώστιες, αρρωστιάρης 2. παθιάρικος, γεμάτος πάθος και συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)]; … Dictionary of Greek
χτικιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση 2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ασθενικός — ή, ό φιλάσθενος, αρρωστιάρης: Έχουν ένα παιδί ασθενικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)